- αναγορεύομαι
- αναγορεύομαι, αναγορεύτηκα και αναγορεύθηκα, αναγορευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀναγορεύομαι — ἀναγορεύω proclaim publicly pres ind mp 1st sg ἀναγορεύω proclaim publicly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)